κατανειμαμένους

κατανειμαμένους
κατανέμω
distribute
aor part mid masc acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ιδιούμαι — ἰδιοῡμαι, όομαι (Α) [ίδιος (Ι)] 1. παίρνω κάτι για τον εαυτό μου, οικειοποιούμαι («γῆν καὶ οἰκίας κατανειμαμένους ἰδιώσασθαι», Πλάτ.) 2. κάνω κάποιον φίλο 3. έχω δική μου σύσταση, είμαι διαφορετικός από τους άλλους …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”